- αντασφάλεια
- αντασφάλεια, η και αντασφάλιση, ηενέργεια του ασφαλιστή με την οποία αυτός μεταθέτει σε άλλον, ολικά ή μερικά, τον κίνδυνο τον οποίο ανέλαβε να καλύψει.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.